- καϊμάν
- Κοινή ονομασία ορισμένων ερπετών τις οικογένειας των αλιγατορίδων, της τάξης των κροκοδειλίων, που ζουν στα ποτάμια και στα έλη της Νότιας Αμερικής. Όπως και τα υπόλοιπα μέλη της τάξης, τα κ. είναι αμφίβια, σαρκοφάγα ζώα, που τρέφονται με υδρόβια ζώα, ενώ σπάνια επιτίθενται στον άνθρωπο. Ανάλογα με το είδος, έχουν το πολύ 38-40 δόντια στην επάνω και περίπου άλλα τόσα στην κάτω σιαγόνα, στην οποία το τέταρτο δόντι κάθε πλευράς είναι μακρύτερο από τα άλλα. Την εποχή της αναπαραγωγής τα θηλυκά σκάβουν στις όχθες μια τρύπα και εκεί γεννούν περίπου 45 αβγά, τα οποία εκκολάπτονται με τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Τυπικός εκπρόσωπος αυτών των ερπετών είναι ο διοπτροφόρος (Caiman crocodylus), γρήγορος στο κολύμπι, με μήκος που δεν ξεπερνά τα 2,6 μ. Ανάλογο είδος είναι το ιακαρέ (Caiman latirostris), που διακρίνεται από τα άλλα από το πιο κοντό ρύγχος και τις μεγάλες πλάκες που έχει στον αυχένα του, οι οποίες διατάσσονται σε 3-4 εγκάρσιες σειρές. Λίγο πριν από την αναπαραγωγή τα αρσενικά εκκρίνουν από ειδικούς αδένες μια ουσία με έντονη και χαρακτηριστική οσμή, που χρησιμεύει για την προσέλκυση των θηλυκών.
Είδος καϊμάν είναι και το ιακαρέ (Caiman latirostris), που διακρίνεται από τα υπόλοιπα από το πιο κοντό ρύγχος και τις μεγάλες πλάκες που έχει στον αυχένα του.
Dictionary of Greek. 2013.